- μπιτόνι
- τοβλ. μπετόνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιτόνι — το (λ. γαλλ.), τενεκεδένιο δοχείο: Πήρα δυο μπιτόνια πετρέλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπετόνι — και μπιντόνι και μπιτόνι, το μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο χωρητικότητας από 3 ώς 15 χιλιόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bidon < σκανδ. bida «δοχείο»] … Dictionary of Greek